ὑοφορβός

ὑοφορβός
ὑοφορβ-ός, ,
A swineherd, PCair.Zen.152.6 (iii B.C.), PTeb.5.171 (ii B.C.), Poll.7.187.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑοφορβός — swineherd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υοφορβός — ὁ, Α βλ. ὑφορβός …   Dictionary of Greek

  • ὑοφορβοί — ὑοφορβός swineherd masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουφορβός — βουφορβός, όν (Α) 1. αυτός που τρέφει βόδια 2. ως ουσ. βοσκός, βουκόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + φορβός < φέρβω «βόσκω, τρέφω». (πρβλ. ιπποφορβός, ονοφορβός, υοφορβός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • υοφορβία — ἡ, Α [ὑοφορβός] χοιροστάσιο …   Dictionary of Greek

  • υοφόρβιον — και ὑοφορβεῑον,τὸ, Α [ὑοφορβός] 1. αγέλη χοίρων 2. (στον τ. ὑοφορβεῑον) χοιροστάσιο …   Dictionary of Greek

  • υφορβός — και ὑοφορβός, ὁ, Α (επικ. τ.) ο χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ἱππο φορβός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”